- ἐμπειρικοί
- ἐμπειρικόςexperiencedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
παιδοτρίβης — Γυμναστής κατά την αρχαιότητα ο οποίος δίδασκε στους νεότερους γυμναστικές ασκήσεις. Στην αρχή οι γυμναστές ήταν εμπειρικοί μόνο γνώστες των ασκήσεων. Τον 5o αι. π.Χ. κατά τα λεγόμενα του Πλάτωνα, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος και ο Ίκκος ο Ταραντίνος… … Dictionary of Greek
τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… … Dictionary of Greek
Βίκου, φαράγγι — Άγρια και απότομη, σεισμογενής και διαβρωσιγενής χαράδρα στην Ήπειρο, που αρχίζει από το κεντρικό Ζαγόρι, ανάμεσα στη Βίτσα και στο Κουκούλι, και καταλήγει κοντά στο Πάπιγκο του δυτικού Ζαγορίου. Τη χαράδρα διαρρέει ο παραπόταμος του Αώου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek